- σύγκοσμος
- σύγκοσμ-ος, ὁ,A fellow-κόσμος, at Praesus, SIG524.3 (iii B.C.), Historia5.226.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύγκοσμος — ὁ, Α (στην Πραίσο τής Κρήτης) αυτός που έχει μαζί με κάποιον άλλο το αξίωμα τού διοικητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κόσμος (< κόσμος «ένας από τους δέκα ανώτατους άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων στην Κρήτη»)] … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek